- Πορφύρας, Λάμπρος
- (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, Χίος 1879 – Πειραιάς 1932). Έλληνας ποιητής. Μεγάλωσε στον Πειραιά και φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών αλλά δεν έφτασε μέχρι το πτυχίο. Για ένα διάστημα συγκινήθηκε από τις ιδέες του σοσιαλισμού· ήταν ένας από εκείνους που υπόγραψαν το καταστατικό της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Κίνησης», που είχε ως σκοπό την επικράτηση του σοσιαλισμού και του δημοτικισμού (1909). Δεν είχε ανάγκη να εργαστεί, γιατί ήταν εύπορος· περνούσε τον καιρό του περιδιαβάζοντας στον Πειραιά και συχνάζοντας στις ταβέρνες (της Φρεαττύδας κυρίως), όπου έκανε παρέα με τους απλούς ψαράδες ή τους λογοτέχνες Βουτυρά, Βάρναλη, Πασαγιάννη, Σπαταλά, Γιοφύλλη. Από τον A΄ Παγκόσμιο πόλεμο (οπότε υπηρέτησε στον στρατό) και ύστερα εντάθηκε η φυσική δειλία του· υποτάχτηκε στη ζωή χωρίς τη διάθεση δυναμικής αντίδρασης, που δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα του. Όσο ζούσε, εξέδωσε ένα και μοναδικό βιβλίο (Σκιές, 1920). Μετά το θάνατό του ο αδελφός του έφερε στο φως και μια δεύτερη συλλογή (Οι μουσικές φωνές, 1932), με ποιήματα που ο εκλεκτικός ποιητής μάλλον δεν είχε στο νου του να εκδώσει, για τα οποία τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων.
Ο Π. έχει γνήσια λυρική φλέβα, την οποία χρησιμοποίησε αποκλειστικά για να εκφράσει «καθαρές» ποιητικές στιγμές. Δεν έγραψε ούτε ένα πατριωτικό ή κοινωνικό ποίημα, θαύμαζε το Σολωμό, ο οποίος, παρ’ όλο το κοινωνικό και πλατύτερα ανθρώπινο βάθος της ποίησής του, κύριο μέλημά του είχε τη μετατροπή της ύλης της πραγματικότητας σ’ έναν αιθέριο λυρισμό (την αγάπη του Π. στο Σολωμό εκφράζει και το ψευδώνυμό του, σχηματισμένο από τους τίτλους δύο σολωμικών ποιημάτων:ΛάμπροςκαιΠόρφυρας). Την ίδια λυρική και μουσική μεταστοιχείωση του καθημερινού και του πραγματικού ζητούσε και ο Παλαμάς, πλάθοντας για τούτο μια νέα λέξη: μίλησε για τη «στιχομουσική» του Π. Οι στίχοι του τονίζουν, σχεδόν αποκλειστικά, μιαν αθεράπευτη, πάντα όμως ευγενική και σιγανόφωνη, μελαγχολία, που την προκαλεί η αίσθηση της φθοράς των ανθρώπων και των πραγμάτων από τον πανδαμάτορα χρόνο. Στο βάθος, ο Π. εκφράζει με την ποίησή του τον ίδιο τον εαυτό του, τον τρόπο με τον οποίο έζησε τη ζωή του, στερώντας την από πλούσιες και καθολικότερα γήινες συγκινήσεις. Σ’ αυτό μοιάζει με τον Παπαδιαμάντη, στον οποίο, με την αφορμή του θανάτου του, αφιέρωσε ένα από τα πιο γνωστά και τα πιο όμορφα ποιήματα του.
Η ποίηση του Π., παρά τον υποκειμενικό της χαρακτήρα και παρά τη μικρή της ποσότητα, ανανέωσε την ελληνική λυρική παράδοση και αποτέλεσε μια «γλυκύτατη χορδή της νέας ελληνικής λύρας» (Παλαμάς).
Αξιόλογες είναι και οι μεταφράσεις του Άγγλων και Γάλλων ποιητών.
Ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Dictionary of Greek. 2013.